Από την κ.Παπαπανταζή Σμαράγδα, φιλόλογο της Αγγλικής γλώσσας, του Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Φλώρινας.
“Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος….” 13 Οκτωβρίου 1904, 120 χρόνια πριν, ο Παύλος Μελάς, η πιο ευγενική και εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, πέφτει στο καθήκον, σε αυτά εδώ τα χώματα, λίγο πιο πάνω από τον Πολυπόταμο, φωτίζοντας ως διάττων αστήρ με την σύντομη πορεία του, τον δρόμο όλων όσων πόνεσαν και πονούν, όσων θυσιάστηκαν και θυσιάζονται για αυτόν τον τόπο.
Το ιστορικό πλαίσιο:
Η μακεδονική περιπέτεια ξεκινάει από τα τέλη περίπου του 19ου αι. Με την εισαγωγή εκ μέρους της Ρωσίας του πανσλαβισμού στα Βαλκάνια, με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, με όχημα την αυθαιρέτως αυτονομημένη από την Μητέρα Εκκλησία Βουλγαρική Εξαρχία, και αιχμή του δόρατος την εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση του ΒΜΡΟ, γνωστή στην ιστορική μας μνήμη και ως “κομιτατζήδες”.
Το “Ρουμ-μιλιέτ”, το Γένος των Ρωμιών, έμελλε να κατακερματιστεί, για χάρη των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτό το ίδιο γένος των υπόδουλων ορθοδόξων, που παρόλες τις γλωσσικές, πολιτιστικές ή καταγωγικές του εσωτερικές διαφοροποιήσεις, υπέμεινε βασανιστικά επί αιώνες τον ειδεχθή τουρκικό ζυγό, υπό την ενωτική σκέπη της εθναρχούσας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, που αγκάλιαζε κάθε υπόδουλο Ρωμιό “ως ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας”. [1]
Συνεκτικός άξονας λοιπόν του “Ρουμ-μιλιέτ” η Ελληνορθόδοξη παράδοση, και η Ελληνική γλώσσα. Γιαυτό και επιμένει ο ισαπόστολος της περιοχής μας, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: “αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν …. και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε άνθρωπος.” [2]
Και αυτό το “μάθε Ελληνικά να γίνεις άνθρωπος” εδώ στην Μακεδονία κάποτε ακούγονταν συχνά ως συμβουλή προς τους νέους από τους γηραιότερους.
Για να έχει ελπίδες να επιβληθεί λοιπόν ο Βούλγαρος στα χώματα αυτά, έπρεπε να κοπεί κάθε δεσμός με την Ρωμαίικη μνήμη, κάθε επαφή με την Ελληνική γλώσσα και κάθε αναφορά στην εθναρχούσα Μητέρα Εκκλησία. Με το καλό ή με το άγριο. Με την κουβέντα, με το πουγκί ή με τον βούρδουλα. Γιαυτό και οργανώνεται τεράστια επιχείρηση διείσδυσης, για τη διαμόρφωση βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στον τοπικό πληθυσμό, με ανεγέρσεις Βουλγαρικών ναών, ίδρυση σχολείων, και φυσικά με έντονη τρομοκρατική δράση παραστρατιωτικών, με κύριο δρώντα το ΒΜΡΟ τους γνωστούς μας και ως “κομιτατζήδες”. Κύρια ομάδα-στόχος οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας, τους οποίους ήλπιζαν να προσεταιριστούν, λόγω γλωσσικής συνάφειας.
“Ενόμισαν”… όμως γελάστηκαν. Ο λαός της Μακεδονίας αντέδρασε, μένοντας πιστός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και οργανώνοντας σταδιακά την αντίστασή του. Ο Βούλγαρος λογάριασε λάθος.
Οι Μακεδονομάχοι:
Μπροστά στην δεινή κατάσταση που διαμορφώθηκε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με καίρια παρέμβασή του μερίμνησε για την επάνδρωση των Μακεδονικών μητροπόλεων με αξιώτατους και δυναμικούς ιεράρχες, με πλάτες ικανές να σηκώσουν το βάρος του Αγώνα. Ο Καστορίας Γερμανός, ο Δράμας Χρυσόστομος (μετέπειτα Σμύρνης, εθνομάρτυρας και άγιος της εκκλησίας μας), ο Μοναστηρίου Ιωακείμ, ο Κορυτσάς Φώτιος, και άλλοι, καλούνται να διεκπεραιώσουν ένα δύσκολο εθνικό και εκκλησιαστικό έργο, κρατώντας λεπτές ισορροπίες, εμψυχώνοντας τον λαό, και οργανώνοντας με κάθε πρόσφορο τρόπο τις δυνάμεις της αντίστασης.
Οπλαρχηγοί ντόπιοι αναδεικνύονται. Ο Καπετάν Ρακοβίτης από το Κρατερό, ο Λάκης Πύρζας από την Φλώρινα, ο Παύλος Κύρου από το Ανταρτικό, ο Σίμος Ιωαννίδης από τα Άλωνα, για να θυμηθούμε μερικούς, μα και τόσοι άλλοι από την γύρω περιοχή μας, που είναι αδύνατο να τους αναφέρουμε έναν προς ένα, και ας μας συγχωρεθεί η μικρή αδικία. Γνωστά ονόματα, που τα δισέγγονα κάποιων ίσως βρίσκονται εδώ μαζί μας. Πολλοί από αυτούς, και δεν είναι μυστικό, δεν ήξεραν γρι Ελληνικά. Ελληνικά όμως ήξερε η λεβέντισσα καρδιά τους, και αυτό έφτανε. Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε την τελευταία κραυγή του καπετάν Κώττα στην αγχόνη του μαρτυρίου; “Ντα ζίβε Γκρτσια” – Ζήτω η Ελλάς!
Μα και σε όλη την Μακεδονία, από άκρου εις άκρον η ένοπλη αντίσταση θεριεύει. Από την Καστοριά και τα Γρεβενά, μέχρι την Δράμα και τις Σέρρες, από το Μοναστήρι, το Μορίχοβο και την Στούμνιτσα μέχρι την Ιερισσό και την Κατερίνη ένοπλες ομάδες σχηματίζονται και συσπειρώνονται γύρω από άξιους οπλαρχηγούς. Στηρίζουν και προστατεύουν τον λαό, και τσακίζουν όπου βρουν και όπου μπορούν τους Κομιτατζήδες.
Στον αγώνα προστρέχουν και συνδράμουν παλικάρια και από την νότιο Ελλάδα, όπως ο καπετάν Άγρας από την Πελοπόννησο, αρκετοί έμπειροι στρατιωτικοί, μα συρρέουν και πολυάριθμοι και πανάξιοι Κρητικοί, που αγκάλιασαν την Μακεδονία σαν να ήταν η δικιά τους πατρίδα, και ενίσχυσαν καθοριστικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες της ένοπλης αντίστασης, συχνά με κόστος την ζωή τους. Εμείς οι Μακεδόνες τους είμαστε αιώνια ευγνώμονες.
Ο αγώνας δεν δίνεται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στα σχολειά και στις εκκλησιές. Οι ιερείς στην πλειονότητά τους δεν προσχωρούν στην Εξαρχία. Λειτουργούν στα Ελληνικά και μνημονεύουν τον Πατριάρχη. Δάσκαλοι οργανώνουν Ελληνικά σχολειά, συχνά κρυφά, πρόχειρα στην αρχή, πιο οργανωμένα αργότερα, ακολουθώντας τις επιταγές του πατρο-Κοσμά: “σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά”. Κοπέλες μικρές της παντρειάς αφιερώνονται ως δασκάλες, να μάθουν τα Ελληνικά γράμματα στα χωριατόπαιδα. Οι κίνδυνοι πολλοί. Ο μισθός τους 5 φορές μικρότερος των Βουλγάρων δασκάλων, όπως μας πληροφορεί ο ευπατρίδης Γεώργιος Μόδης, μακεδονομάχος και ο ίδιος, με του οποίου το όνομα τιμάται η πλατεία όπου βρισκόμαστε. Όμως “ου περί χρημάτων ποιούμεθα τον αγώνα, αλλά περί αρετής” [3], όπως θα πει κάποιος άλλος εθνομάρτυρας δεκαετίες αργότερα.
Ο φόρος αίματος για ιερείς και δασκάλους είναι βαρύς. Δεν θα πάω μακριά. Το γειτονικό μόνο χωριό της Σκοπιάς για παράδειγμα σεμνύνεται για τέσσερις εθνομάρτυρες, τον παπα-Αναστάση Στόικο, τους αδελφούς παπα-Δημήτριο και παπα-Κωνσταντίνο Σταμπουλή, και τον δάσκαλο Αναστάσιο Κουσμάνη. Και σε πολλά άλλα μέρη ομοίως οι ιερείς και οι δάσκαλοι διώκονται μέχρι θανάτου. Εμβληματικές μορφές μέσα στην χωρία των εθνομαρτύρων οι νεαρές δασκάλες, η Αγγελική Φιλιππίδου και η Βελίκα Τράικου, μα και άλλες, που αυτοπροσφέρονται θυσία στον ιερό σκοπό.
Ο χαρακτήρας του Αγώνα:
Ο Μακεδονικός Αγώνας στην κορύφωση της ένοπλης μορφής του διήρκησε περίπου 4 με 5 έτη. Έπιασε όλη την έκταση της Μακεδονίας μας, από του Κρούσεβο και το Μοναστήρι, το Μορίχοβο και την Στρούμιτσα, μέχρι τα Πιέρια και την Χαλκιδική, από την Καστοριά και τα Γρεβενά, μέχρι την Δράμα και την Καβάλα. Διεξήχθη σε βουνά, σε βάλτους, σε δρόμους, σε πόλεις και σε χωριά, σε πλαγιές και σε βοσκοτόπια, Σε μοναστήρια και εκκλησιές, σε σπίτια και καταστήματα, σε γραφεία και σε σχολειά. Διεξήχθη στα κρυφά και στα φανερά. Ενέπλεξε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Μακεδονίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο Αγώνας είναι το άθροισμα πολλών μικρών συνήθως ιστοριών, που δεν διασώθηκαν όλες. Ήταν ανηλεής, σκληρός και πολυδιάστατος, θα λέγαμε σήμερα “υβριδικός”. Δεν υπήρχε μέτωπο. Ο εχθρός ήταν παντού, συχνά κρυφός, ή σου παρίστανε και τον φίλο. Ήταν πόλεμος με τα όπλα, ήταν πόλεμος νεύρων, πόλεμος τρομοκρατίας, προπαγάνδας και διπλωματίας, πόλεμος πληροφοριών και ευστροφίας, πόλεμος πολιτισμών και ταυτοτήτων, πόλεμος αντοχής, πίστης και αφοσίωσης.
Καμία πλευρά δεν υπέστη συντριβή. Όμως η Εξαρχία ηττήθηκε, επειδή δεν επικράτησε, ενώ ο Ελληνισμός νίκησε, επειδή κράτησε. Το όραμα για Μεγάλη Βουλγαρία πνίγηκε κάπου στον βάλτο των Γιαννιτσών. Ο λαός της Μακεδονίας πόνεσε, μάτωσε, υπέφερε, αλλά κατάφερε τελικά να αποτρέψει την επιχειρούμενη Εξαρχική διείσδυση, και να μείνει κοντά στο Πατριαρχείο και την Μητέρα Εκκλησία, και κοντά στον Ελληνισμό, που θα τον απελευθέρωνε λίγα χρόνια αργότερα. Έτσι θεμελιώθηκαν οι προϋποθέσεις για ομαλή οργανική ένταξη της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό.
Η απήχηση του Αγώνα και η μνήμη:
Ο λαός μας τραγούδησε τον Μακεδονικό Αγώνα. Ύμνησε και εξήρε τους αγωνιστές, θρήνησε και μοιρολόγησε τους νεκρούς του. Στο Λέχοβο τραγουδούν τον καπετάν-Λούκα, στην Ιερισσό τον καπετάν-Γιαγλή:
“μην είδατε, πουλιά μ’ τον Γιώργη μας τον Καπετάν Γιαγλή μας;
παλικαράκια μάζευε, για την Μακεδονία” [4]
στην Έδεσσα κλαίνε τον καπετάν-Άγρα:
“Τον Άγρα τον κρεμάσανε, στην Καρυδιά από κάτω…” [5]
Τον Παύλο Μελά τον μοιρολογούν ακόμα και στην σλαβική ντοπιολαλιά, τονίζοντας μας ότι είναι φορές που στόμα και καρδιά δεν μιλούν την ίδια γλώσσα:
“Παύλε καπετάντσε, ντέκα κε για ουστάβις τβόγια βλάντα ζένα;” [6]
(Παύλε, καπετάνιε, πού θα αφήσεις την νέα γυναίκα σου;)
Θυμόμαστε οι παλαιότεροι τα γλέντια που ξεκινούσαν με το τραγούδι του Παύλου Μελά, όπως και τις γαμήλιες πομπές με την Ελληνική σημαία μπροστά, καύχημα των ντόπιων ότι δεν ενέδωσαν στην Εξαρχία.
Για τον Αγώνα μας γράφουν ο Γεώργιος Μόδης στις περίφημες “Μακεδονικές Ιστορίες” του, και η Πηνελόπη Δέλτα στα “Μυστικά του βάλτου”. Μοναδικά λογοτεχνήματα που κοσμούν τις βιβλιοθήκες μας, που τα διαβάσαμε και τα ξαναδιαβάσαμε από μικροί, και μύρωσαν το φρόνημα και την παιδική φαντασία ολόκληρων γενεών.
Οι Μακεδονομάχοι εικονίστηκαν από τον λαϊκό χρωστήρα του Θεόφιλου, του Κόντογλου και άλλων, έμειναν στην μνήμη μας ως ευγενικές μορφές, καμαρωτές να ποζάρουν ολάρματες στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής. Οι ανδριάντες τους κοσμούν τα χωριά και τις πολιτείες μας, θυμίζοντάς μας ποιοι διαφεντεύουν ακόμα από ψηλά αυτά τα άγια χώματα. Οδοί, χωριά και τοπωνύμια φέρουν το όνομά τους, συχνά δηλωτικά του τόπου της θυσίας τους.
Οι προφορικές διηγήσεις, καθώς παρέρχονται οι γενιές, μοιραία χάνονται σιγά σιγά σαν απόηχος. Τα γραπτά όμως μένουν, και οφείλουμε να τα διδάσκουμε στις νέες γενιές, για να τα διαβάζουν “καὶ νὰ λένε˙ «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», … Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας.” [7]
Αποφώνηση:
Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν τελείωσε με την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1913. Έμειναν πίσω πολλοί εκκρεμείς λογαριασμοί, καθώς η επίβουλη ματιά κάποιων δεν έπαψε να υπάρχει.
Μην ξεχνάμε ότι λίγα χρόνια μετά, το 1941 με την μαύρη Γερμανική κατοχή οι λογαριασμοί ξανάνοιξαν, και έχουμε έντονη την Βουλγαρική παρουσία στην Φλώρινα, αν και αυτή τυπικά ανήκε στην Γερμανική ζώνη ελέγχου. Είναι χαρακτηριστική η ανθελληνική δράση του βουλγαρογενίτσαρου Άντον Κάλτσεφ και της “Οχράνας” του, που κόστισε πολύ αίμα και πόνο στον λαό της περιοχής μας.
Όμως και σήμερα, ο Ελληνικός χαρακτήρας της Μακεδονίας, ο σμιλεμένος επί 3000 χρόνια, είναι κάτι για το οποίο οφείλουμε να αγρυπνούμε. Το ΒΜΡΟ εξακολουθεί να ζει μετά από έναν αιώνα, αξιώνοντας μάλιστα ρόλο διαμόρφωσης πολιτικών στα Βαλκάνια. Ακραίοι ανθελληνικοί εθνικισμοί αναδύονται και υποθάλπονται στην περιοχή μας κρυφά και φανερά, καλλιεργώντας έδαφος για μελλοντικές προβληματικές καταστάσεις.
Τώρα όμως η μορφή του αγώνα έχει μάλλον αλλάξει. Δεν είναι ίσως πια με τουφέκια και με σφαίρες, αλλά με την ήπια ισχύ της φωτογόνου Ελληνικής Παιδείας, του ιστορικού μας βάθους, της πολιτισμικής εξωστρέφειας, της ενημέρωσης και της πειθούς, της οικονομικής κατίσχυσης, και οπωσδήποτε της άγρυπνης, επίμονης και ευφυούς Διπλωματίας. Τίποτα δεν είναι αδύνατο, αρκεί να υπάρχει νήφον φρόνημα και ομοψυχία. Και το αδιαπραγμάτευτο στην εθνική μνήμη, την ταυτότητα και την αξιοπρέπεια ο λαός μας το έχει δείξει, και εξακολουθεί να το δείχνει περίτρανα, και στο Μακεδονικό. Ειδικά στο Μακεδονικό.
Έχουμε ευθύνη. Η γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου πάντα θα μας ρωτά για την τύχη του κι εμείς θα πρέπει να ξέρουμε τι να της απαντήσουμε.
Τιμή λοιπόν σε όσους έδωσαν την ζωή τους για την Μακεδονία μας. Τιμή σε όσους δεν υπέστειλαν και δεν υποστέλλουν τις σημαίες.
— ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ —