Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η αναφορά του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη στο ζήτημα της διδασκαλίας της αλβανικής γλώσσας στην ελληνική εκπαίδευση και των ελληνικών στην αλβανική δεν έτυχε της πρέπουσας υποδοχής.
Η φοβική ελληνική κοινωνία αντέδρασε υποτονικά. Ακόμη και εκείνοι που δυσαρεστήθηκαν με την συγκεκριμένη αναφορά του προέδρου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν έδωσαν, μέχρι στιγμής, μεγάλη έκταση στο ζήτημα. Η σχετική αμηχανία στην αντιμετώπιση της “πρότασης” είναι δηλωτική για την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία αναφορικώς με τη διαχείριση του “ξένου” στον τόπο μας. Και αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική τάξη, αλλά, πρωτίστως, τους εκπροσώπους των σχετικών επιστημονικών κλάδων.
Πόσες έρευνες έχουν γίνει από την ελληνική γλωσσολογική επιστήμη για το φαινόμενο της διγλωσσίας στον ελλαδικό χώρο; Πόσο δύσκολο ήταν κάτι τέτοιο; Αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει, εδώ και πολλές δεκαετίες, το αντίστοιχο ερευνητικό υλικό από άλλες χώρες (αγγλοσαξωνικές, λατινόφωνες, γερμανόφωνες), δεν έχει παρά να ντραπεί για την κατάσταση των σχετικών τμημάτων της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Κοντολογίς, ούτε καν μασημένη τροφή δεν μπορούμε να καταπιούμε και να χωνέψουμε: χωρίς έμπνευση και πρωτοτυπία, ετοιματζήδες και αεριτζήδες.
Δυστυχώς, σε αυτόν τον τόπο, η γλώσσα και η μέριμνά της κατάντησαν, προ πολλού “νούμερο” τηλεοπτικής επιθεώρησης. Αλλά όποιος/όποια δε μεριμνά για τη δική του/της γλώσσα, για την καλλιέργειά της, είναι, φυσικό επόμενο, ότι θα αδιαφορήσει και για τις γλώσσες των άλλων.
Έτσι, στη χώρα του “πάμε και όπου βγει” και το ζήτημα της διγλωσσίας των παιδιών αλλοδαπής προέλευσης γονέων στην ελληνική εκπαίδευση δεν έτυχε της αντιμετώπισης που έπρεπε. Και εδώ πλήρης αδιαφορία’ τα πράγματα είχαν/έχουν αφεθεί στον αυτόματο πιλότο.
Και χρειάστηκε απλώς μια απλή αναφορά για να μας υπενθυμίσει τα αυτονόητα: Ότι παιδιά από οικογένειες εργαζόμενων μεταναστών στη χώρα μας δικαιούνται, εάν το επιλέξουν, να μαθαίνουν τη γλώσσα των γονιών τους. Η αναφορά του Στέφανου Κασσελάκη δεν αφορούσε κάποιο συνεκτικό πολιτικό πλαίσιο, καμία συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση και, όμως, αμέσως προσέτρεξαν διάφοροι ανόητοι να συνδέσουν, με άσχετο τρόπο, την ρηξικέλευθη – αν γίνει πολιτική θέση κόμματος – μνεία του Στέφανου Κασσελάκη σε ένα υπαρκτό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, με άλλα ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα (και τα γλωσσικά) της ελληνικής μειονότητας ή ο διωγμός του δημάρχου της Χειμάρρας.
Και δε θα είχε καμία σημασία να αναφερθούμε σε αυτή την κουτοπόνηρη σύγχυση των συναφειών διαφόρων συμπατριωτών μας, που ούτε τις γνώσεις έχουν, αλλά ούτε και την αρμοδιότητα, να αποφανθούν για τη χρησιμότητα ή όχι μιας άλλης προσέγγισης του ζητήματος της εκμάθησης της γονεϊκής γλώσσας από παιδιά μεταναστών, αλλά έρχονται και στελέχη του πολιτικού προσωπικού της Ελληνικής Δημοκρατίας και προσπαθούν μέσω παρερμηνειών να ασκήσουν αντιπολίτευση στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ. προκαλώντας το λιγότερο θυμηδία με τις προπαγανδιστικές παρεκτροπές τους.
Αναφέρομαι στην δημόσια τοποθέτηση του πρώην υπουργού Άγγελου Συρίγου, ο οποίος προσπάθησε δικολαβικώς να παρακάμψει τη σημασία της αναφοράς του Στ. Κασσελάκη παρερμηνεύοντας (εν τέλει παραποιώντας) τα λεγόμενα του τελευταίου, συνδέοντας την διδασκαλία της ελληνικής, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων μιας μειονότητας, με την πρόταση για διδασκαλία των ελληνικών γενικώς στο εκπαιδευτικό σύστημα της γειτονικής χώρας. Με την ευκαιρία: Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να γίνει και με τα τουρκικά και τα ελληνικά στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών, πέρα από τα δεδομένα γλωσσικά δικαιώματα των μειονοτήτων (της ορθόδοξη χριστιανικής στην Τουρκία και της μουσουλμανικής στην Ελλάδα).
Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι το ζήτημα της διγλωσσίας των αλβανοπαίδων και της διαχείρισής της από την ελληνική πολιτεία είναι ζήτημα διαχρονικό, ζήτημα, εν πολλοίς, “εσωτερικό”, και πρέπει να αντιμετωπιστεί ανεξαρτήτως από τα διεθνοπολιτικά σκαμπανεβάσματα στις σχέσεις των δύο κρατών.
Η χώρα δε διαθέτει “πολιτική γλώσσας”. Και ας είμαστε χρήστες μιας γλώσσας με ζωή χιλιετιών. Η αναφορά του Στέφανου Κασσελάκη ήλθε, εμμέσως πλην σαφώς, να υπογραμμίσει την πλήρη αδιαφορία του ελληνικού καθεστώτος σε αυτό το ζήτημα. Στο ελλαδικό πολιτικό σκηνικό, η γλώσσα ήταν, πάντοτε, για κάποιους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, απλώς μια πρόφαση για την άσκηση αντιδραστικών και αντιλαϊκών πολιτικών. Ένα μέσο πολιτικής και κοινωνικής καθήλωσης του ευρύτερου προοδευτικού κοινωνικού σώματος και των λαϊκών στρωμάτων.
Η ιστορία του γλωσσικού ζητήματος έως στο τελευταίο ξέσπασμά της, στην περιβόητη δημόσια φλυαρία για την καταστροφή της ελληνικής γλώσσας στη δεκαετία του 1980 αποδεικνύει ότι οι συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τη γλώσσα ως ένα πεδίο άσκησης συντηρητικής και αντιδραστικής πολιτικής. Ως ένα “ανάχωμα” στα προοδευτικά βήματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Και η Αριστερά ενίοτε παγιδεύεται σε αυτή τη δεξιά πολιτική “ατζέντα”. Μια τέτοια περίπτωση παγίδευσης ήταν και η περίφημη εκδήλωση του “ΚΚΕ εσωτερικού” σε κάποιο κλειστό γυμναστήριο του Λεκανοπεδίου με θέμα την υποτιθέμενη παρακμή της ελληνικής γλώσσας. Αρχές του 1985.
Θα μπορούσαμε σήμερα να μιλούμε για μια πολιτική η οποία θα αφορούσε, σε γενικές γραμμές, αποκλειστικά και μόνο στη γλώσσα; Η απάντηση είναι καταφατική. Αλλά τα πράγματα περιπλέκονται εάν θελήσουμε να προσδιορίσουμε τα πεδία τούτης της πολιτικής. Και η προσπάθειά μας να απαντήσουμε σε ερωτήματα που αφορούν μια πολιτική για την γλώσσα σύντομα θα προσκρούσει στα τεράστια κενά και ελλείμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και, φυσικά, της ελληνικής εκπαίδευσης.
Μια πολιτική για τη γλώσσα θα περιλάμβανε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πεδία του πολιτικού πράττειν, εντός και εκτός χώρας. Ενδεικτικώς αναφέρω: Διάδοση της ελληνοφωνίας σε χώρες του εξωτερικού σε συνάρτηση με την ίδρυση κεντρικού εθνικού πολιτιστικού ιδρύματος, εισαγωγή περισσοτέρων γλωσσών επιλογής στην μέση εκπαίδευση για παιδιά μεταναστών, αλλά όχι μόνο για αυτά, ίδρυση και λειτουργία σχολών ξένης φιλολογίας πέρα από τον στενό ευρωπαϊκό περίγυρο κ.ο.κ.
Η αναφορά του Στέφανου Κασσελάκη στο ενδεχόμενο διδασκαλίας των ελληνικών στην αλβανική εκπαίδευση, σε συνάρτηση με την διδασκαλία των αλβανικών στην ελληνική εκπαίδευση, είναι μια ρηξικέλευθη σκέψη και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί δεόντως. Η αναφορά θα αποκτούσε εκρηκτικό περιεχόμενο, εάν εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο για τον ελληνισμό στον αιώνα που διανύουμε.
Η Αριστερά (τουλάχιστον τα δημιουργικά τμήματά της) οφείλουν και μπορούν να οδηγήσουν την χώρα στον 21ο αιώνα μέσω μιας στρατηγικής πολλαπλών στόχων στο πλαίσιο ενός Νέου Ιστορικού Σχεδίου. (Για γενικότερη ενημέρωση επ΄ αυτού βλ. και τα άρθρα μου στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, “Ελληνοτουρκικά: Χρειαζόμαστε ένα Νέο Ιστορικό Σχέδιο» και Όμηρος Ταχμαζίδης, “Για μια στρατηγική πολλαπλών στόχων”)
Είναι εκπληκτικό πως παρά τη “βαριά” γλωσσική μας παράδοση, το αστικό πολιτικό προσωπικό και η διανόηση του παρέμειναν “εγκιβωτισμένοι” σε επαρχιώτικα αντιληπτικά σχήματα για τη γλώσσα και, κατ΄ επέκταση, του πολιτιστικού περιγύρου που η ίδια συγκροτεί, αλλά και συγκροτείται από αυτόν. Τούτος ο ολέθριος επαρχιωτισμός διαβαίνει καθημερινά το κατώφλι των ελληνικών πανεπιστημίων και της Βουλής των Ελλήνων. Σκληρά λόγια, αλλά δυστυχώς ανταποκρίνονται στην κατάσταση των πνευματικών μας πραγμάτων.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)
Ανοιχτή Προσυνεδριακή Συνέλευση της Νέας Αριστεράς Φλώρινας
Η Νέα Αριστερά Φλώρινας, στην πορεία για το 1ο Συνέδριο...
Διαβάστε περισσότερα