Αγαπητοί πατέρες,
Αγαπητοί μου αδελφοί και αγαπητές μου αδελφές,
«Πού είναι ο Θεός»; «Γιατί σιωπά»; «Δεν βλέπει πού φτάσαμε»; «Μήπως, τελικά, δεν υπάρχει»; «Πράγματι, φαίνεται σαν να μην νοιάζεται για εμάς, σαν να βαρέθηκε να ασχολείται με εμάς». «Ενδεχομένως είναι ανύπαρκτος, αφού δεν αισθανόμαστε την παρουσία Του».
Είναι μερικά από τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες που μάς συνοδεύουν στα πολλά και ποικίλα προβλήματα της ζωής μας, προσωπικά και συλλογικά, τοπικά και παγκόσμια. Όλα αυτά αποτελούν πειρασμούς και λογισμούς σε κρίσιμες και οριακές στιγμές.[1] Σε στιγμές που αποτελούν τον δικό μας Γολγοθά, τη δική μας πορεία προς το Πάθος.
Η Μεγάλη Παρασκευή τού Νυμφίου τής Εκκλησίας κατανοείται στο σημείο που βιώθηκε η προσωπική μας Μεγάλη Παρασκευή.
Αν νιώσαμε εγκατάλειψη από τους ανθρώπους μας,
Αν εισπράξαμε απόρριψη από τους αδελφούς μας,
Αν γευτήκαμε τη σιωπή τού Θεού,
Αν βιώσαμε λύπη και πόνο «έως θανάτου»,
Αν αδικηθήκαμε,
Αν οι έμπιστοί μας μάς πρόδωσαν,
Αν οι συνάνθρωποί μας μάς περιγέλασαν,
Αν αποκάμαμε,
Τότε μπορούμε να ταυτιστούμε με τον Χριστό ή, μάλλον, να καταλάβουμε κάπως τον δικό Του Γολγοθά. Και, σίγουρα, τότε δεν μπορούμε να Τού πούμε: «Γιατί σ’ εμένα, Κύριε»;
Ο θάνατός Του αποδεικνύει επιφανειακά την αποτυχία Του. Μόνος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητές και το πλήθος που πριν λίγες μέρες κραύγαζε το «Ὠσαννά», χωρίς δόξα και τιμές, εισέρχεται στον σκοτεινό τάφο. Τον κηδεύουν η Παναγία Μητέρα Του, οι μυροφόρες, ο αγαπημένος μαθητής Του Ιωάννης, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, και ακολουθούμε όλοι εμείς που προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη θεϊκή και μέχρι θανάτου αγάπη Του.
Ο Σταυρός και το Πάθος, αδελφοί και αδελφές μου, είναι πρόδρομος και προάγγελος της χαράς τής Ανάστασης. Ο Μεγάλος Διδάσκαλος και Κύριος καταλήγει στον τάφο και όλα βεβαιώνουν την απογοήτευση των μαθητών. Όμως, η λογική και η πραγματικότητα της αιώνιας ζωής που μάς χαρίζει η Ανάσταση είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός και αυτό θα αξιωθούμε να βιώσουμε και φέτος με το άπειρο έλεος τού Θεού.
Η Ανάσταση είναι θρίαμβος, αλλά εκφράζεται και βιώνεται με τη σιωπή τού Θεού και του ανθρώπου. Με τη σιωπή τού Θεού και τη φαινομενική απουσία Του ετοιμάζεται η «άλλη βιοτή, η απαρχή τής αιώνιας ζωής».[2] «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμά μας και η πίστη μας είναι δίχως νόημα.[3] Γι’ αυτό, καλούμαστε να αποκτήσουμε αυτήν την «άλλη βιοτή», την αναστάσιμη και «γεμάτη χαρά» ζωή που πηγάζει από τον τάφο τού Ιησού. Το βίωμα αυτό απαιτεί τη δική μας σιωπή, η οποία ορίζεται:
πρώτον, από την «άρνηση του εαυτού»,[4] τον έλεγχο της αυθαίρετης λογικής, την απόρριψη του θελήματός μας, και
δεύτερον, από την εμπιστοσύνη μας στον αναστημένο Κύριο. Όταν σιωπούμε και βιώνουμε με σιγή, ταπείνωση και προσευχή τον σταυρό μας, τότε κατανοούμε και τη σιωπή τού Αναστάντος. Και παρότι κυριαρχεί η σιωπή ακούγονται οι πιο εκκωφαντικοί λόγοι.
Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα. Με τον Επιτάφιο στολισμένο στη Φλώρινα, τις Πρέσπες, την Πτολεμαΐδα, το Αμύνταιο, όλη την Ελλάδα και όπου γης λατρεύεται ο Χριστός μας. Άνθρωποι όλων των ηλικιών προσέρχονται ευλαβικά στο ξόδι τού Χριστού, καταφιλώντας Τον και προσφέροντάς του ευλαβικά άσματα και άνθη ευωδίας. Όλη η Δημιουργία συμπάσχει στον θρήνο τού Δημιουργού.
Αδελφοί και αδελφές μου,
Βρισκόμαστε ενώπιον του τάφου τού Ιησού. Βρισκόμαστε ενώπιον του θανάτου, για τον οποίο διαχρονικά οι άνθρωποι αγωνιούμε τρομαγμένοι, προβληματισμένοι και φοβισμένοι. Πριν και μετά τον Χριστό. Πάντοτε η ανησυχία τού ανθρώπου ήταν τα έσχατα, ο Παράδεισος και η κόλαση. Μη φοβείσθε, αδελφοί! «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»,[5] «τα πάντα έχουν γεμίσει με το φως τού Αναστάντος· και η γη και ο Άδης». «Η κόλαση στην οποία κατέβηκε ο αναστημένος Χριστός δεν ήταν ο τόπος βασανισμού, όσο φοβερός κι αν μπορεί να είναι αυτός ο τόπος. Ήταν κάτι πολύ πιο τρομακτικό: ήταν ο τόπος χωρίς την παρουσία τού Θεού. Τόπος απόλυτου, τέλειου, ανέλπιδου χωρισμού από τον Θεό και τόπος αποξένωσης του ανθρώπου από τον άλλο άνθρωπο. Αυτή ήταν η κόλαση στην οποία περιφρονημένος από τους ανθρώπους στη γη […] κατέβηκε ο Χριστός. Η κόλαση του απόλυτου χωρισμού. Όταν λέμε ότι ο Χριστός με το θάνατό Του πάτησε τον θάνατο, ότι ο Άδης έχει κατατροπωθεί, εννοούμε ότι ο θάνατος εκείνος και η κόλαση εκείνη δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχει πια χωρισμός από τον Θεό: ο ίδιος ο Θεός έχει κατεβεί στον Άδη και δεν υπάρχει πλέον μέρος στο οποίο ο Θεός δεν είναι παρών μαζί με τα πλάσματά Του».[6] Άλλωστε, «τα πάντα είναι ο Χριστός και σε όλα βρίσκεται ο Χριστός».[7]
Ας ενωθούμε, λοιπόν, μαζί Του, για να μην ζημιώσουμε την ψυχή και την ύπαρξή μας με την αποξένωση από Αυτόν.
Κλείνοντας τον λόγο μας, ας θυμηθούμε τους στίχους τού Οδυσσέα Ελύτη, που μεταφράζουν την κυριαρχία του Δυνατού έναντι του αδυνάτου: «Σ´ όλες τις γλώσσες, είτε των λαών είτε των συναισθημάτων, το «αδύνατο» διαρκεί ως ελπίδα, ως πίστη, ως άνοιγμα αγάπης. Στη δική μας γλώσσα το «αδύνατο» ονομάζεται Ανάσταση».[8]
Καλή Ανάσταση, αγαπητοί μου αδελφοί και αγαπητές μου αδελφές!
Καλή ανάσταση ψυχής και σώματος!
O Eπίσκοπός σας,
† O Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ