Η πανεπιστημιακή ανασκαφή του ΑΠΘ φέρνει στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού, οικίες και κεραμική, αλλά και το τείχος του περιέβαλε τον μεσοβυζαντινό οικισμό
Έναν βυζαντινός οικισμός περιτειχισμένος από κάστρο, που αγνάντευε την Εγνατία Οδό πάνω από τη λίμνη Πετρών στο Κάλε Αμυνταίου, ανασκάπτει το ΑΠΘ σε συνεργασία με την Εφορεία Aρχαιοτήτων Φλώρινας.
Τα λείψανα του οχυρωματικού περίβολου σε σχήμα ακανόνιστου τριγώνου με διμερή διάταξη διατηρούνται βόρεια της λίμνης Πετρών, μεταξύ των σημερινών οικισμών Πέτρες και Άγιος Παντελεήμονας, σε απότομο ύψωμα που φέρει από τους ντόπιους το προσωνύμιο «Κάλε», δηλαδή κάστρο.
Ο οικισμός βρίσκεται στο 700 μέτρων ύψωμα και στο πλάτωμα της ακρόπολης διατηρούνται τα ερείπια ενός ναού, που αποτελεί από τα πιο σημαντικά ευρήματα της ανασκαφής. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική 200 τ.μ., χωρίς νάρθηκα, με μία ημικυκλική κόγχη στα ανατολικά, διαστάσεων 13,50Χ16 μ., οι τοίχοι της οποίας σώζονται σε κάποια σημεία σε ύψος ως και 4,5-5 μέτρα.
Όπως λέει στη Voria.gr η υπεύθυνη της πανεπιστημιακής ανασκαφής, καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Μελίνα Παϊσίδου, η βασιλική βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του κάστρου κι εντάσσεται στις μεσαίου μεγέθους τέτοιου τύπου εκκλησίες του 9ου και 10ου αιώνα, όπως είναι του Κάστρου των Σερβίων, του Κάστρου της Ρεντίνας, του Ταξιάρχη Μητροπόλεως και των Αγίων Αναργύρων Καστοριάς, αλλά και το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στη νοτιοανατολική γωνία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη -όπου απαντώνται και τα χαρακτηριστικά μικρά τοξωτά παράθυρα στον χώρο των παραβημάτων.
«Ο οικισμός είχε στρατηγική σημασία για την εποχή και την περιοχή, καθώς επόπτευε τις λίμνες Βεγορίτιδα και Πετρών την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων», αναφέρει η κ. Παϊσίδου και προσθέτει ότι από την κεραμική που έχει βρεθεί η ακμή του οικισμού τοποθετείται στον 9ο-11ο αιώνα, υπάρχει όμως και πρωιμότερη φάση, στον 8ο αιώνα.
Πλήθος κεραμικής ήρθε στο φως, προερχόμενη από την επιφάνεια των λιθοσωρών των οικιών και αφορά κυρίως σε όστρακα αβαφών αποθηκευτικών αγγείων, χείλη και λαβές πίθων. Σε λίγα παραδείγματα κλειστών αγγείων ο εγχάρακτος διάκοσμος επιτρέπει τη χρονολόγησή τους στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Μεμονωμένα όστρακα πινακίων με επιπεδόγλυφο διάκοσμο αποδίδονται μέσα στον 13ο αιώνα, στην παλαιολόγεια εποχή, ενώ εντοπίστηκε και μικρός αριθμός όστρακων χειροποίητης κεραμικής, ενδεικτικής της περιόδου μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει επίσης μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη, πιθάρια, αλλά και αντικείμενα οικιακής χρήσης, όπως μικρά κυπελλάκια, κούπες κ.ά.
Από το κάστρο στο «Κάλε» Αμυνταίου λείπουν η νομισματική και η επιγραφική μαρτυρία και οι αρχαιολόγοι στράφηκαν στις πηγές στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν το οχυρό με κάποιον γνωστό και καταγεγραμμένο βυζαντινό οικισμό.
«Η γειτνίασή του με τον σύγχρονο οικισμό των Πετρών στη δυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης που έφερε το όνομα Πέτερσκο από τον 15ο αιώνα ώς και το 1926, οπότε και μετονομάστηκε σε Πέτρες, είναι καθοριστική», αναφέρει η κ. Παϊσίδου, προσθέτοντας ότι το Πέτερσκο μαρτυρείται στα οθωμανική κατάστιχα από το 1481, όταν ο οικισμός αριθμούσε 67 εστίες, με πληθυσμό περίπου 350-400 ατόμων.
Το τοπωνύμιο Πετερισκός ή Πετερίσκος απαντάται σε δύο πηγές. Στον Ιωάννη Σκυλίτζη, τον ιστορικό του 11ου αιώνα που ασχολήθηκε με την εποποιία των βυζαντινοβουλγαρικών πολέμων, όπου, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, «εν τω Πετερισκώ» δολοφονήθηκε ο Γαβριήλ Ραδομίρος, γιος του τσάρου Σαμουήλ, από τον Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο το 1015, λίγο πριν την οριστική κατάλυση του βουλγαρικού κράτους στη Μακεδονία και την επανένταξη της περιοχής στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιπλέον, στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, αναφέρεται ότι στον Πετερίσκο συναντήθηκαν ο Λαρισαίος Νικουλιτζάς με τον κατεπάνω Βουλγαρίας, Ανδρόνικο Φιλοκάλη, βυζαντινό αξιωματούχο, στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, πιθανότατα το 1066. Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν έμμεσα τη σημασία που κάστρου στο στρατιωτικό και διοικητικό σύστημα της μεσοβυζαντινής αμυντικής πολιτικής και τη συνεχή λειτουργία του σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα, ενώ απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά από τις πηγές του 12ου αιώνα.
Κάπου στον 14ο-15ο αιώνα το κάστρο ερημώνει και η ζωή σταματά μετά την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, αφού εξέλιπαν πλέον οι λόγοι προστασίας της περιοχής και οι ανάγκες άμυνας του βυζαντινού κάστρου. Πρώτα εγκαταλείφθηκαν οι οικίες -μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί δύο από αυτές- και αργότερα το κάστρο, ενώ η εκκλησία ήταν σε χρήση και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Μάλιστα σε μεγάλο μέρος του δεύτερου κλίτους έχουν βρεθεί ενταφιασμού, γεγονός που μαρτυρά πως ο ναός είχε και κοιμητηριακό χαρακτήρα. Στο ανατολικό τμήμα του διακονικού βρέθηκε ακέραιος τάφος νηπίου, επιμελημένος με φροντίδα και το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος. Το περίεργο για την άωρη ταφή είναι πως δεν βρέθηκαν κτερίσματα.
Τον 15ο αιώνα οι κάτοικοι δημιούργησαν τον μεταβυζαντινό Πέτερσκο, κυρίως επειδή είχαν εύκολη πρόσβαση στην πεδιάδα και στη λίμνη -όπως ακριβώς συνέβη και με τη λιμνολεκάνη των Πρεσπών, όπου την ίδια εποχή συναντώνται πολλοί μικροί, παραλίμνιοι οικισμοί.
Η ανασκαφή συνεχίζεται, αλλά όπως επισημαίνει η κ. Παϊσίδου, «ο χώρος λυμαίνεται από λαθρανασκαφές, οι οποίες και έχουν διαταράξει την αρχαιολογική μαρτυρία».
Στην πανεπιστημιακή ανασκαφή στο «Κάλε» Αμυνταίου φέτος συμμετείχε μεγάλος αριθμός φοιτητών, υπό την εποπτεία της κ. Παϊσαίδου και της ΕΦΑ Φλώρινας, με τη χρηματοδότηση του ΑΠΘ.
πηγή:voria.gr