Eνημερώνουμε τους αγρότες και ιδιαίτερα τους παραγωγούς φασολιών της Π.Ε Φλώρινας, ότι μετά από έλεγχο που διενήργησε η ΔΑΟ Π.Ε Φλώρινας, σε δείγμα σπόρων φασολιού προερχόμενο από την περιοχή Πρεσπών, διαπιστώθηκε η παρουσία του «επιβλαβούς οργανισμού καραντίνας Curtobacterium flaccumfaciens pv. Flaccumfaciens» .Το δείγμα που βρέθηκε θετικό ήταν σπόροι φασολιού σοδειάς 2024, είχε ληφθεί στα πλαίσια του ετήσιου εθνικού προγράμματος επισκοπήσεων της χώρας και αναλύθηκε εργαστηριακά από το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Το βακτήριο Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens αποτελεί Ενωσιακό επιβλαβή οργανισμό καραντίνας για την Ε.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 3 και το παράρτημα ΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2072.
Για την πρόληψη της εισαγωγής, της εγκατάστασης και της διασποράς του Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens λαμβάνονται επίσημα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 17 και το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2031 από την υπηρεσία ΔΑΟ Π.Ε Φλώρινας και το Τμήμα Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού ελέγχου.
- Βασικές πληροφορίες για τον επιβλαβή οργανισμό καραντίνας Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens.
Το βακτήριο Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens προκαλεί ασθένεια γνωστή ως
«βακτηριακή μάρανση του φασολιού (Bacterial wilt of Phaseolus spp.)».
Κύριος ξενιστής είναι είδη του φασολιού (Phaseolus sp.), προσβάλει όμως και άλλα είδη σε μικρότερο βαθμό όπως τη σόγια, το μπιζέλι, το βίκο, τα κουκιά, το ρεβίθι, τα λούπινα, τον αραβόσιτο, τη βρώμη, το κριθάρι, τον ηλίανθο, τη μηδική, την ελαιοκράμβη κ.α. καθώς και πολλά είδη αυτοφυών ζιζανίων και άγρια είδη φυτών.
Η ασθένεια χαρακτηρίζεται από μάρανση των φύλλων ή τμημάτων αυτών (Εικ. 1) κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, τα οποία μπορεί να ανακάμψουν καθώς πέφτει η θερμοκρασία το απόγευμα. Στη συνέχεια, το μεταξύ των νεύρων παρέγχυμα του ελάσματος ξηραίνεται μονόπλευρα και γίνεται “παπυρώδες” (Εικ. 4). Ως αποτέλεσμα της διασυστηματικής μόλυνσης, η κυκλοφορία του νερού στο φυτό διακόπτεται και τα φύλλα γίνονται καστανά και πέφτουν. Ενίοτε μπορεί να παρατηρηθούν μεσονεύριες χρυσοκίτρινες νεκρωτικές κηλίδες στα φύλλα (Εικ. 2,3) που ομοιάζουν με αυτές που προκαλούνται από το Xanthomonas axonopodis pv. phaseoli, αλλά τα όρια των κηλίδων από το Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens είναι πιο ακανόνιστα.Τα φυτά καθίστανται εντόνως αποφυλλωμένα (Εικ. 6) και τα αγγεία ξύλου των στελεχών παρουσιάζουν καστανό ή κίτρινο μεταχρωματισμό. Σε έντονες προσβολές παρατηρείται νανισμός των φυτών και στο στέλεχος εμφανίζεται επιμήκης σχισμή, ιδιαίτερα στην περιοχή των κόμβων (Εικ. 5). Φυτά με σχισμές στο στέλεχος σπάζουν εύκολα και ξηραίνονται. Η διασυστηματική μόλυνση των σπόρων γίνεται μέσω των αγγείων της ραφής του λοβού.Σε νεαρούς λοβούς περιστασιακά εμφανίζονται υδατώδεις κηλίδες που εξελίσσονται σε υποκίτρινες- πράσινες ή πιο σκουρόχρωμες από το υπόλοιπο τμήμα του λοβού. Στους ώριμους λοβούς η μόλυνση είναι πιο εμφανής λόγω του πράσινου, ελαιώδους χρώματος των προσβεβλημένων ιστών, σε αντίθεση με το κίτρινο των υγιών. Τα συμπτώματα στους σπόρους διαφέρουν ανάλογα με την ποικιλία. Στις λευκές ποικιλίες εμφανίζεται έντονος κίτρινος μεταχρωματισμός ενώ στις έγχρωμες είναι λιγότερο εμφανής. Οι σπόροι μπορεί να παρουσιάζουν ποσότητα κίτρινης γλοιώδους ουσίας στον ομφαλό και να συρρικνώνονται. Οι προσβεβλημένοι σπόροι είτε δε βλαστάνουν ή δίνουν φυτάρια μολυσμένα, τα οποία ανάλογα με την ένταση της προσβολής επιβιώνουν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.Το βακτήριο μπορεί να μεταφερθεί σε μία νέα περιοχή με το σπόρο, στον οποίο μπορεί να βρίσκεται εσωτερικά ή και στην επιφάνειά του, καθώς και με τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Είναι δυνατόν τα σπορόφυτα να είναι ασυμπτωματικά παρόλο ότι το παθογόνο μπορεί να ανιχνευτεί σε αυτά μετά από 14 μέρες από την έκπτυξή τους (post-emergence). Πρόκειται για παθογόνο πολύ ανθεκτικό σε συνθήκες ξήρανσης και έχει αναφερθεί ότι μπορεί να παραμείνει ζωντανό μέχρι και 24 χρόνια σε αποθηκευμένο σπόρο. Στον αγρό έχει βρεθεί ότι επιβιώνει στο έδαφος για τουλάχιστον δύο καλλιεργητικές περιόδους σε σύστημα αμειψισποράς με σιτάρι. Επίσης επιβιώνει και σε φυτά μη-ξενιστές όπως μη-ψυχανθή και ζιζάνια. Μεταδίδεται με το νερό ποτίσματος και εισέρχεται στα φυτά σπανίως μέσω των στοματίων αλλά κυρίως από πληγές των ριζών και του λαιμού που προκαλούνται από τα εργαλεία καλλιέργειας του εδάφους και από έντομα και νηματώδεις (κυρίως Meloidogyne incognita). Στη συνέχεια εξαπλώνεται διασυστηματικά μέσω των αγγείων. Πρώιμες προσβολές (σε φυτά ύψους 5-8 cm) μπορεί να καταστρέψουν πλήρως τα φυτά. Σε περίπτωση που τα φυτά επιβιώσουν (αν το έδαφος είναι πολύ υγρό ή επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στην ατμόσφαιρα) ή μολυνθούν σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης, μπορεί να παράγουν σπόρο. Η ασθένεια «βακτηριακή μάρανση του φασολιού», όπως και πολλές άλλες βακτηριακές ασθένειες,ευνοείται από συνθήκες που ευνοούν νέες μολύνσεις και δευτερογενή εξάπλωση στον αγρό. Αυτές περιλαμβάνουν τη φύτευση μολυσμένου σπόρου, τη φύτευση φασολιών σε κοντινή απόσταση από μολυσμένα χωράφια του προηγούμενου έτους, τη μειωμένη κατεργασία του εδάφους και ορισμένες
περιβαλλοντικές συνθήκες. Ως προς τις περιβαλλοντικές συνθήκες σημειώνεται ότι γενικά, δεν υπάρχουν κλιματικές συνθήκες περιοριστικές για την εγκατάσταση του Curtobacterium flaccumfaciens pv. flaccumfaciens, εφόσον αυτές επιτρέπουν την ανάπτυξη των φυτών-ξενιστών. Πάντως, οι μολύνσεις από το βακτήριο αυτό ευνοούνται σε περιοχές με θερμό καλοκαίρι (>30 οC), υψηλό επίπεδο κατακρημνίσεων, και περιβάλλον με υγρές συνθήκες. Είναι δυνατόν να υπάρχει λανθάνουσα προσβολή, ιδίως όταν επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες. Επιπλέον, η βακτηριακή μάρανση ευνοείται από οποιονδήποτε παράγοντα τραυματίζει τα φυτά φασολιού, όπως καταιγίδες, χαλαζοπτώσεις ή άλλη μηχανική ζημιά από ανθρώπους, ζώα ή γεωργικό εξοπλισμό. Το βακτήριο δεν μπορεί να διεισδύσει σε άθικτες φυτικές επιφάνειες, αλλά απαιτεί είτε φυσικά ανοίγματα στα φύλλα, είτε πληγές για την έναρξη της μόλυνσης. Οι καταιγίδες με ισχυρούς ανέμους, καταρρακτώδη βροχή και χαλάζι παρέχουν την ιδανική ευκαιρία για την εγκατάσταση βακτηρίων, επειδή μπορούν να προκαλέσουν πληγές και να μετακινήσουν με φυσικό τρόπο το παθογόνο και/ή τα μολυσμένα φυτικά μέρη μεταξύ και εντός των αγρών.