ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ,
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ, ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΟΝΑΧΕΣ
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΑΣ,
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ ἀγαπητές μου ἀδελφές,
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !
Μετὰ τὸν Γολγοθᾶ, τὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ κυρίευσε ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀπογοήτευση. Πόνεσαν γιὰ τὸ ἄδικο ποὺ συντελέστηκε, εἶδαν τὰ ὄνειρά τους νὰ γκρεμίζονται μονομιᾶς, γεύτηκαν τὴν παντελῆ ἀδυναμία τους νὰ ἀνατρέψουν τὸ συμβάν. «Κραύγαζε» σιωπηλὰ ἡ καρδιά τους καὶ κομματιαζόταν μὲ ἀπορημένες σκέψεις τὸ μυαλό τους. Εἶχαν ταπεινωμένο φρόνημα, αἴσθημα ματωμένου πόνου, ἴσως, μάλιστα, ἦταν θυμωμένοι ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Θεό. Γύρισαν στὰ σπίτια τους καὶ στὴ ζωή τους, ποὺ δὲν εἶχε πλέον ἀξία καὶ νόημα, ἀφοῦ ὁ Διδάσκαλος καὶ Κύριός τους ἦταν νεκρός. Γνώριζαν ὅτι χωρὶς τὸν Χριστὸ θὰ βυθίζονταν καί πάλι στὴν πλήξη τῆς καθημερινότητας, δίχως ἐλπίδα καί χαρά.
Ὅμως, ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὅπως τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ.[1] Σὲ τρεῖς μέρες ἦρθε πάλι κοντά τους. Τοὺς ἔδειξε τὶς πληγές του, τοὺς ἑρμήνευσε τὰ γεγονότα, τοὺς φανέρωσε τὴ σημασία ὅσων ἔπρεπε νὰ γίνουν, τοὺς ἄνοιξε νέο ὁρίζοντα, τοὺς ἔδειξε τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου Του, τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ποτὲ πιά. Καὶ οἱ μαθητές Του κατάλαβαν. Γιὰ πρώτη φορὰ Τὸν κατάλαβαν. Μπροστὰ στὴν προοπτικὴ τῆς Ἀνάστασης, οὔτε τὰ θαύματα εἴχαν ἀξία οὔτε ἡ διδασκαλία Του. Ὅλα ἔγιναν καινούργια, ξανάνιωσαν καὶ δυνάμωσαν. Ὁ κόσμος ἀπέκτησε νέο περιεχόμενο, τὰ δάκρυα βελτίωσαν τὴν ὅραση καὶ ὁ θάνατος, πλέον, δὲν ὑπάρχει. «Θὰ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σας, μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰῶνων»[2], μᾶς ὑποσχέθηκε.
Ὅποιος ἀπὸ ἐμᾶς νιώθει μόνος, ὅποιος αἰσθάνεται ἀδύναμος, ὅποιος βιώνει ἀπογοήτευση, ὅποιος σηκώνει σταυρό, ὅποιος ἀνεβαίνει Γολγοθᾶ, ὅποιος ζεῖ τὸ θάνατο καθημερινά, δίπλα σ’ αὐτὸν εἶναι ὁ Χριστός καὶ Τὸν ἔχει συνοδοιπόρο καὶ συγκυρηναῖο στὸν βαρὺ ἢ δυσβάσταχτο σταυρὸ ποὺ σηκώνει.
Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῆς παρουσίας τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ στὴ ζωή μας.
Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἐμεῖς μετέχουμε στὴ ζωή Του, μπολιασμένοι στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του.
Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ Τοῦ ἔχουμε δὲν εἶναι μάταιη.
Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὁ λόγος Του εἶναι ἡ πνοή μας.
Οἱ ἁμαρτίες μας δὲν φορτώνουν τὴν ψυχή μας μὲ ἐνοχές, δὲν μᾶς γονατίζουν μὲ τύψεις. Ἡ μετάνοια φέρνει λύτρωση καὶ ἡ λύτρωση σωτηρία, ἐλπίδα καὶ χαρά.
Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἡ ζωή μας δὲν εἶναι ἄγνωστη σ’ ἐμᾶς οὔτε ἀκατανόητη. Κατανοοῦμε τὸ παρελθόν μας, ἑρμηνεύουμε τὸ παρόν μας καὶ προδιαγράφουμε τὸ μέλλον μας. Πίσω ἀπὸ γεγονότα ποὺ ἀφελῶς ἢ σκοπίμως ὀνομάζονται τυχαῖα καὶ συμπτωματικά, ἐμεῖς βλέπουμε τὸν ἀναστημένο Χριστὸ νὰ χαμογελᾷ, νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ νὰ μᾶς προσκαλεῖ στὴ νίκη. Ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα εἶναι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Στὸ ὑπέροχο δοξαστικὸ τῆς Μ. Τετάρτης, ὁ ὑμνῳδὸς θέτει τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἀπευθύνεται λέγοντας: «Ὦ φίλοι, ὁρᾶτε, μηδεὶς ὑμᾶς χωρίσει μου φόβος· εἰ γὰρ πάσχω, ἀλλ’ ὑπὲρ τοῦ κόσμου».[3] Δηλαδή, «φίλοι μου, προσέξτε, μὴ σᾶς χωρίσει ἀπὸ ἐμένα κανένας φόβος. Κι ἂν πάσχω, πάσχω γιὰ τὸν κόσμο, πάσχω γιὰ ἐσᾶς».
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀνάστασης, δηλαδή, Ἐκκλησία ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου καὶ ζεῖ μὲ τὴν προσδοκία τῆς δικῆς μας αἰώνιας ἀνάστασης. Λέει ὁ Κύριος: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται»,[4] δηλαδή, «ὅποιος πιστεύει σ’ ἐμένα καὶ μὲ ἐμπιστεύεται, ἀκόμα καὶ ἂν πεθάνει, τελικά, δὲν τελειώνει, ἀλλὰ ζεῖ καὶ μεταβαίνει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή». Ὁ θάνατος παύει νὰ ἀποτελεῖ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν μηδενισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ σηματοδοτεῖ τὴν ἀφετηρία τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὴν ἀπαρχὴ τῆς κτίσης ποὺ διαρκῶς ἀνακαινίζεται,[5] καὶ τὴ «δεύτερη ρίζα τῆς ἀνθρωπότητας»,[6] κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι, πλέον, ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς νικήθηκε ἀπὸ τὸν σωτήρα Χριστό.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ ἀγαπητές μου ἀδελφές,
Ἂς τελειώσουν οἱ χλιαρότητες, οἱ «μέσες» λύσεις, οἱ ἀσυνέπειες καὶ οἱ «ἐξυπνάδες». Ἡ λογική μας, τὴν ὁποία τόσο ἐμπιστευόμαστε, μᾶς προδίδει. Ἡ ὑπερηφάνειά μας γελοιοποιεῖται ἀπὸ τὶς ψευδαισθήσεις μας. Τὰ δεκανίκια μας ἔχουν σπάσει καὶ μᾶς ἔχουν καθηλώσει στὸ χῶμα.
Τὶ ἀπέμεινε στὸν ἄνθρωπο;
Ἡ πίστη στὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ διδασκαλία, τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή του διαμόρφωσε τὴ ζωὴ καὶ τὴν «καινὴ κτίση»,[7] τὴ νέα πραγματικότητα. Αὐτή, ὅμως, ἡ καινὴ κτίση δὲν βιώνεται οὔτε ὁρίζεται αὐθαίρετα· βιώνεται καὶ ὁρίζεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο σήμερα καὶ πάντοτε μετέχουμε ὡς κοινότητα. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι «γεμάτη χαρὰ καὶ φῶς», διότι «δέν ἔχει ὡς βάση τὸν Σταυρὸ καὶ μία ἐξιδανίκευση τοῦ πάθους, ἀλλὰ τὴν Ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τοῦ πάθους τοῦ Σταυροῦ».[8] Ἡ Εὐχαριστία μᾶς μεταφέρει στὸν Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ἀείφωτο Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὶ ἀπέμεινε σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες;
Ἡ Πίστη τῶν Πατέρων μας ποὺ ἔκανε ἱστορικὰ θαύματα κι ἔγραψε χρυσὲς σελίδες στὴν Παγκόσμια Ἱστορία. Ἡ Πίστη τῶν Πατέρων μας ποὺ ἀκόμα καὶ σὲ περιόδους πολέμου, προσφυγιᾶς, πείνας, φτώχειας, δυστυχίας καὶ θανάτου, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ἀποτελοῦσε τὸ κοινὸ ὅραμά μας καὶ τὴ βέβαιη σιγουριά μας.
Ἂς γυρίσουμε στὸν κενὸ τάφο τοῦ Ἀναστάντος κι ἂς τὸν ψάξουμε τριγύρω, ὅπως γύρισε σὲ αὐτὸν καὶ τὸν ἔψαξε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Τότε, ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε μπροστά της, τῆς μίλησε καὶ τὴν κάλεσε στὴ Βασιλεία Του.[9]
Ἂς γυρίσουμε κοντά Του ὡς παιδιά Του, ὡς φίλοι Του, ὡς ἀδέρφια Του. Γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ἡ ψυχή μας. Γιὰ νὰ ἀνανήψει ἡ ἐλπίδα μας. Γιὰ νὰ παλινορθωθεῖ ἡ ἐθνική μας ἀξιοπρέπεια. Γιὰ νὰ καταστρωθεῖ δίκαια ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη».[10] Γιὰ νὰ παύσει ὁ κόσμος νὰ μυρίζει μπαροῦτι, ἀλλὰ εὐλαβικὸ θυμίαμα προσευχῆς. Γιὰ νὰ βιωθεῖ ἡ χαρὰ καὶ νὰ λάμψει ἡ ἐλπίδα στὰ μάτια τῶν παιδιῶν μας.
Ὁ Χριστὸς πέθανε, ὥστε, συναντώντας μας μέσα στὸν θάνατο, τὴ φθορά, τὸν πόνο, τὴν ὀδύνη καὶ τὴν ἀπογοήτευση, νὰ μᾶς ἀναστήσει.[11] Καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του προμηνύει σὲ ὅλους τὴν ἀνάστασή μας στὰ ἔσχατα.[12]
Μόνο Αὐτὸς μᾶς ἀπέμεινε, ἀγαπητοί καὶ ἀγαπητές μου. Κι εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς, ποὺ εἶναι ἀναστημένος καὶ μᾶς ἀναμένει γεμάτος ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα.
Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς ντυθοῦμε τὸ ἀναστημένο σῶμα Του καὶ ἂς κυλίσει στὶς φλέβες μας τὸ τίμιο αἷμα Του. Ἂς ἀναστηθοῦμε μαζί Του καὶ μὲ τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μας ἂς δοῦμε τὸν κόσμο γύρω μας ἀπὸ ἄλλο πρίσμα καὶ σὲ ἄλλη τροχιά. Ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ στὴν τροχιὰ τῆς ἀναστημένης ζωῆς μας στὴν πορεία τῆς λύτρωσης.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἀγαπητὲς ἀδελφές μου, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντος Μητροπολίτου μας πρ. Φλωρίνης κ. Θεοκλήτου, ἀναβοῶ τὸν κοσμοχαρμόσυνο χαιρετισμό· Χριστὸς Ἀνέστη!
Μὴ φοβᾶστε νὰ τὸ φωνάξετε δυνατά, ὥστε νὰ φύγει κάθε φόβος ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Εὐχέτης ὅλων σας πρὸς τὸν ἀναστημένο Κύριο,
῾Ο Ἐπίσκοπός σας,
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ